- κερατινοποίηση
- η1. (βιοχ.) η μετατροπή τών σκληροπρωτεϊνών τού πρωτοπλάσματος τών κυττάρων σε κερατίνη2. φυσιολ. η εξεργασία με την οποία τα κύτταρα τής επιδερμίδας και τών εξαρτημάτων τού δέρματος εμποτίζονται με κερατίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. keratinization < keratin (πρβλ. κερατίνη) + iz-ation, που αποδίδεται στην ελλ. με το -ποίηση (< ποιῶ < -ποιός < ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.